- στασιάρχης
- ο, ΝΑνεοελλ.(παλαιότερα) σταθμάρχης σιδηροδρομικού σταθμούαρχ.επικεφαλής στασιαστικού κινήματος, στασίαρχος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + -άρχης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στασιάρχης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιάρχαι — στασιάρχης masc nom/voc pl στασιάρχᾱͅ , στασιάρχης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιάρχην — στασιάρχης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
στασιαρχία — ἡ, Α [στασιάρχης / στασίαρχος] η αρχηγία στασιαστικού κινήματος … Dictionary of Greek